καρβούνη

καρβούνη
καρβούνη, ἡ (Α)
άνθρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τού λατ. carbo, -onis «άνθραξ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Καρβούνης, Νικόλαος — (Ιθάκη 1880 – Αθήνα 1947). Δημοσιογράφος και λόγιος. Μεγάλωσε και σπούδασε στη Ρουμανία. Συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες, όπως το Σκριπ, η Πολιτεία, η Εστία, η Πρωία κ.ά., ενώ το 1907 ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό Ηγησώ, μαζί με τους Φ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”